éclopé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éclopé | éclopés |
θηλυκό | éclopée | éclopées |
Επίθετο επεξεργασία
éclopé (fr)
- (οικείο) σακάτης
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éclopé | éclopés |
θηλυκό | éclopée | éclopées |
éclopé (fr)