Ετυμολογία

επεξεργασία
écaillage < écailler

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ka.jaʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
écaillage écaillages

écaillage (fr) αρσενικό

  1. το ξελέπισμα των ψαριών
  2. το άνοιγμα των στρειδιών
  3. η φθορά αντικειμένων, η ακοποπή κομματιών από την επιφάνειά τους