Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

à-bon-droit → δείτε τις λέξεις à, bon και droit

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.bɔ̃.dʁwa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

à-bon-droit (fr) αρσενικό