Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
zoccola zoccole

zoccola (it)

  1. αργκό : η πρόστυχη, η πόρνη
  2. ο θηλυκός αρουραίος