zazwyczaj
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
zazwyczaj < za zwyczaj (για/σαν συνήθειο)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zaˈzvɨt͡ʃ̑aj/
- ⓘ
Επίρρημα επεξεργασία
zazwyczaj (pl)
Συγγενικά επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη zwyczaj
zazwyczaj < za zwyczaj (για/σαν συνήθειο)
zazwyczaj (pl)
→ δείτε τη λέξη zwyczaj