Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

zatrudnienie < από το ρήμα zatrudnić / zatrudniać

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˌzatrudʲˈɲɛ̇̃ɲɛ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

zatrudnienie (pl) ουδέτερο