zasada
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zasada | zasady |
γενική | zasady | zasad |
δοτική | zasadzie | zasadom |
αιτιατική | zasadę | zasady |
οργανική | zasadą | zasadami |
τοπική | zasadzie | zasadach |
κλητική | zasado | zasady |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
zasada (pl) θηλυκό