Δείτε επίσης: zásada

Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική zasada zasady
γενική zasady zasad
δοτική zasadzie zasadom
αιτιατική zasadę zasady
οργανική zasadą zasadami
τοπική zasadzie zasadach
κλητική zasado zasady

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zaˈsada/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

zasada (pl) θηλυκό

  1. η αρχή, ο κανόνας
  2. (χημεία) η βάση

Συγγενικά επεξεργασία