Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
yidiche yidiches

  Επίθετο επεξεργασία

yidiche (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • yiddisch (μορφή που συναντάται στα γερμανικά και στα γίντις)
  • yiddish (η πιο συχνή μορφή, έρχεται από τα αγγλικά)
  • yidich (παλαιότερη μορφή)