yaşamak
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
yaşamak (tr)
- ζω (είμαι ζωντανός, βγάζω τα προς το ζην)
- ↪ Büyükbaban yaşıyor mu? - Ζει ο παππούς σου;
- ↪ Balıklar suda yaşar. - Τα ψάρια ζουν στο νερό.
- ↪ Bu maaşla yaşamak çok zor. - Είναι πολύ δύσκολο να ζει κανείς με αυτό το μισθό.
- μένω, ζω