współczynnik
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
współczynnik < współ- + czynnik
Ουσιαστικό επεξεργασία
współczynnik (pl) αρσενικό
- (μαθηματικά, φυσική, κοινά) ο συντελεστής
- (φυσική) ο δείκτης
współczynnik < współ- + czynnik
współczynnik (pl) αρσενικό