Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

współczynnik < współ- + czynnik

  Ουσιαστικό επεξεργασία

współczynnik (pl) αρσενικό

  1. (μαθηματικά, φυσική, κοινά) ο συντελεστής
  2. (φυσική) ο δείκτης