worship
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
worship | worships |
worship (en)
- η λατρεία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | worship |
γ΄ ενικό ενεστώτα | worships |
αόριστος | worshipped |
παθητική μετοχή | worshipped |
ενεργητική μετοχή | worshipping |
worship (en)