Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας worsen
γ΄ ενικό ενεστώτα worsens
αόριστος worsened
παθητική μετοχή worsened
ενεργητική μετοχή worsening

  Ετυμολογία επεξεργασία

worsen < worse + -en

  Ρήμα επεξεργασία

worsen (en)

  Πηγές επεξεργασία