Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
workplace workplaces

  Ετυμολογία επεξεργασία

workplace < work + place. (μαρτυρείται από το 1708[1] ή το 1828[2])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈwɜːk.pleɪs/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ˈwɝːk.pleɪs/ (ΗΠΑ)
τυπογραφικός συλλαβισμός: work‐place

  Ουσιαστικό επεξεργασία

workplace (en)

Συνώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. workplace - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  2. workplace - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)

  Πηγές επεξεργασία