Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
workbench workbenches

  Ετυμολογία επεξεργασία

workbench < work + bench

  Ουσιαστικό επεξεργασία

workbench (en)

  Πηγές επεξεργασία