Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

witty (en)

  1. πνευματώδης, ευφυής, έξυπνος
  2. αστείος με έξυπνο τρόπο, που έχει την ικανότητα να λέει έξυπνα/εύστοχα αστεία