without further ado
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
without further ado (en)
- (ιδιωματισμός) χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, χωρίς πολλά πολλά
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- without further ado - Cambridge Dictionary online
- without further ado - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
- without further ado - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)