window
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
window | windows |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
window (en)
- το παράθυρο
- ↪ I am getting very hot, open a window!
- Ζεσταίνομαι πολύ, άνοιξε ένα παράθυρο!
- ↪ I am getting very hot, open a window!
- (μεταφορικά)
- window of opportunity
- η βιτρίνα καταστήματος
- (πληροφορική, GUI) το παράθυρο
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ (αγγλικά) Firefox Developer Tools > Toolbox. Πρόσβαση 2020-11-23.