Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

windfall < wind + fall

  Ουσιαστικό επεξεργασία

windfall (en)

  1. λαχείο, κελεπούρι
  2. φρούτο που έπεσε μόνο τους από το δέντρο
  3. κάτι που το έφερε ο άνεμος