Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

winded (en)

  • με κομμένη την ανάσα, χρίς ανάσα (από την κόπωση ή από ένα χτύπημα)

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

winded (en)