wind up
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | wind up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | winds up |
αόριστος | wound up |
παθητική μετοχή | wound up |
ενεργητική μετοχή | winding up |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
wind up (en)
- καταλήγω (κάπου έχοντας κάνει κάτι)
- συμπεραίνω
- τελειώνω, ολοκληρώνω
- διαλύω μια επιχείρηση και ρευστοποιώ τα περιουσιακά της στοιχεία
- κοροϊδεύω κάποιον
- εξάπτω
- τεντώνω κάτι με περιστροφική κίνηση, κουρδίζω (για μηχανισμούς)