Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική wiadomość wiadomości
γενική wiadomości wiadomości
δοτική wiadomości wiadomościom
αιτιατική wiadomość wiadomości
οργανική wiadomością wiadomościami
τοπική wiadomości wiadomościach
κλητική wiadomości wiadomości

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vʲjaˈdɔ̃mɔɕʨ̑/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

wiadomość (pl) θηλυκό

  1. η είδηση, το νέο
  2. (πληροφορική), (κινητά) το μήνυμα
  3. η πληροφορία
  4. η γνώση

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  wiadomy (pl)