Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
whipped cream whipped creams

  Ετυμολογία επεξεργασία

whipped cream < → δείτε τις λέξεις whipped και cream

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

whipped cream (en)

  • η (κρέμα) σαντιγί
    strawberries with whipped cream - φράουλες με σαντιγί
    a cake garnished with whipped cream - τούρτα γαρνιρισμένη με κρέμα σαντιγί

Δείτε επίσης επεξεργασία