Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
wave waves

wave (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας wave
γ΄ ενικό ενεστώτα waves
αόριστος waved
παθητική μετοχή waved
ενεργητική μετοχή waving

wave (en)

  • κουνώ
    The children waved flags.
    Tα παιδιά κουνούσαν σημαιούλες.