Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

warehouse < ware + house

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
warehouse warehouses

warehouse (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας warehouse
γ΄ ενικό ενεστώτα warehouses
αόριστος warehoused
παθητική μετοχή warehoused
ενεργητική μετοχή warehousing

warehouse (en)