Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

wages (en)

  1. πληθυντικός αριθμός του wage
  2. οι μισθοί, το συνολικό εισόδημα κάποιου

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

wages (en)