Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
vrille vrilles

vrille (fr) αρσενικό

  1. το τρυπάνι
  2. η ψαλίδα του κλήματος