vortaro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vortaro | vortaroj |
αιτιατική | vortaron | vortarojn |
vortaro (eo)
Ίντο (io) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
vortaro (io)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vortaro | vortaroj |
αιτιατική | vortaron | vortarojn |
vortaro (eo)
vortaro (io)