vorax
Λατινικά (la) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
vorax (la), γενική: vŏrācis
Κλίση επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | vorax | vorax | vorax | voracēs | voracēs | voracia |
γενική | voracis | voracis | voracis | voracium | voracium | voracium |
δοτική | voracī | voracī | voracī | voracibus | voracibus | voracibus |
αιτιατική | voracem | voracem | vorax | voracēs | voracēs | voracia |
κλητική | vorax | vorax | vorax | voracēs | voracēs | voracia |
αφαιρετική | voracī | voracī | voracī | voracibus | voracibus | voracibus |
Πηγές επεξεργασία
- vorax - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.