volume
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
volume | volumes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
volume (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο όγκος, ο χώρος που καταλαμβάνει ένα σώμα
- ↪ the volume of a box - ο όγκος ενός κιβωτίου
- ↪ volume of displacement - όγκος εκτοπίσματος
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο όγκος, η ποσότητα
- ↪ the volume of business - ο όγκος των εργασιών
- ↪ I am buying goods in large volumes.
- Αγοράζω εμπορεύματα σε μεγάλες ποσότητες.
- (μη μετρήσιμο) η ένταση ήχου
- ↪ at a high volume/at a low volume - σε μεγάλη ένταση (ήχου)/σε μικρή ένταση (ήχου)
- ↪ volume button - κουμπί εντάσεως
- ↪ The radio is too loud; turn down the radio volume.
- Το ραδιόφωνο είναι πολύ δυνατά· χαμήλωσε την ένταση του ραδιοφώνου.
- ο τόμος, βιβλίο που αποτελεί μέρος ενός συνολικού έργου
- ↪ an encyclopedia with twelve volumes - εγκυκλοπαίδεια με δώδεκα τόμους
- (επίσημο) ο τόμος, βιβλίο
- ↪ The National Library contains thousands of volumes.
- Η Εθνική Βιβλιοθήκη περιλαμβάνει χιλιάδες τόμους.
- ↪ The National Library contains thousands of volumes.
- (πληροφορική) τόμος σε μέσο αποθήκευσης
Εκφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
volume | volumes |
volume (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
volume (it)