Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
voltige voltiges

  Ουσιαστικό επεξεργασία

voltige (fr) θηλυκό

  1. άσκηση ακροβασίας
  2. ακροβατικά αεροπλάνων
  3. το σύνολο των ακροβασιών που γίνονται με άλογα