Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

volage < λατινική volaticus

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vɔ.laʒ/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
volage volages

volage (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. άστατος και ελαφρύς
    amant volage - ελαφρύς, άστατος εραστής
    la jeunesse est volage - τα νιάτα είναι ασταθή
  2. (ναυτικός όρος) ασταθής, που κινδυνεύει να ανατραπεί
  3. (ιατρική) λέγεται για ασθένεια της οποίας τα συμπτώματα εμφανίζονται και εξαφανίζονται γρήγορα