vojaĝanto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vojaĝanto | vojaĝantoj |
αιτιατική | vojaĝanton | vojaĝantojn |
vojaĝanto (eo)
- ο ταξιδιώτης, αυτός που ταξιδεύει
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vojaĝanto | vojaĝantoj |
αιτιατική | vojaĝanton | vojaĝantojn |
vojaĝanto (eo)