voile
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
voile | voiles |
voile (fr) αρσενικό
Ετυμολογία επεξεργασία
- voile < veil < un voile
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
voile | voiles |
voile (fr) αρσενικό