voice
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
voice | voices |
Ουσιαστικό επεξεργασία
voice (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η φωνή
- ↪ You have the right voice for singing.
- Έχεις τη σωστή φωνή για τραγούδι.
- ↪ You have the right voice for singing.