Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

vocabulary (en)

  • λεξιλόγιο
    • όροι που επεξηγούνται προς το τέλος του βιβλίου σε ειδικό βοηθητικό κεφάλαιο