voĉo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | voĉo | voĉoj |
αιτιατική | voĉon | voĉojn |
voĉo (eo)
- η φωνή
- (μεταφορικά) η ψήφος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | voĉo | voĉoj |
αιτιατική | voĉon | voĉojn |
voĉo (eo)