vitrocéramique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vitrocéramique | vitrocéramiques |
vitrocéramique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vitrocéramique | vitrocéramiques |
vitrocéramique (fr) αρσενικό
- υαλοκεραμικό αντικείμενο