Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

viseur < viseor, ανιχνευτής < viser

  Ουσιαστικό επεξεργασία

viseur (fr) αρσενικό

  1. (σπάνιο) αυτός που σημαδεύει
  2. στόχαστρο, σταυρόνημα, σκόπευτρο
    le viseur d'un fusil : το στόχαστρο ενός όπλου
  3. (αστρονομία) μικρό τηλεσκόπιο που χρησιμεύει στη γρήγορη ανίχνευση ενός αντικείμενου
  4. μάτι, βιζέρ, είναι ο προσοφθάλμιος φακός μιας κάμερας ή μιας φωτογραφικής μηχανής
    il a braqué le viseur de son appareil photo sur elle pendant toute la soirée : κόλλησε το βιζέρ της φωτογραφικής του πάνω της όλη τη βραδιά

Συγγενικά επεξεργασία