Δείτε επίσης: Virgo

  Ετυμολογία

επεξεργασία
virgo < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

virgo (la) θηλυκό

  1. παρθένος
  2. νεαρό κορίτσι
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική virgo virgĭnēs
γενική virgĭnis virgĭnum
δοτική virgĭnī virgĭnibus
αιτιατική virgĭnem virgĭnēs
κλητική virgo virgĭnēs
αφαιρετική virgĭne virgĭnibus
(γ' κλίση)