violence
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
violence (en)
- η βία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
violence | violences |
violence (fr) θηλυκό
violence (en)
ενικός | πληθυντικός |
violence | violences |
violence (fr) θηλυκό