vilaĝestro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vilaĝestro | vilaĝestroj |
αιτιατική | vilaĝestron | vilaĝestrojn |
vilaĝestro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vilaĝestro | vilaĝestroj |
αιτιατική | vilaĝestron | vilaĝestrojn |
vilaĝestro (eo)