vikio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vikio | vikioj |
αιτιατική | vikion | vikiojn |
vikio (eo)
- το wiki
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vikio | vikioj |
αιτιατική | vikion | vikiojn |
vikio (eo)