vikario
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vikario < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vikario | vikarioj |
αιτιατική | vikarion | vikariojn |
vikario (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vikario | vikarioj |
αιτιατική | vikarion | vikariojn |
vikario (eo)