Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

vieillot < → δείτε τις λέξεις vieil και -ot

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vjɛ.jo/

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vieillot vieillots
θηλυκό vieillotte vieillottes

vieillot (fr)