Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

vidpunkto < vidpunkt + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική vidpunkto vidpunktoj
αιτιατική vidpunkton vidpunktojn

vidpunkto (eo)

laŭ mia vidpunkto, κατά την άποψή μου