vidpunkto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vidpunkto | vidpunktoj |
αιτιατική | vidpunkton | vidpunktojn |
vidpunkto (eo)
- η άποψη
- laŭ mia vidpunkto, κατά την άποψή μου
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vidpunkto | vidpunktoj |
αιτιατική | vidpunkton | vidpunktojn |
vidpunkto (eo)