viando
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- viando < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | viando | viandoj |
αιτιατική | viandon | viandojn |
viando (eo)
- το κρέας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | viando | viandoj |
αιτιατική | viandon | viandojn |
viando (eo)