veturado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | veturado | veturadoj |
αιτιατική | veturadon | veturadojn |
veturado (eo)
- η μετακίνηση με αυτοκίνητο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | veturado | veturadoj |
αιτιατική | veturadon | veturadojn |
veturado (eo)