vestimentaire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vestimentaire < λατινική vestimentarius < vestimentum (ένδυμα)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɛs.ti.mɑ̃.tɛʁ/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vestimentaire | vestimentaires |
vestimentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό