Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
vestiaire vestiaires

vestiaire (fr) αρσενικό

  1. η γκαρνταρόμπα (σε μουσείο, κλπ)
  2. το αποδυτήριο