vert
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
vert (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vert | verts |
vert (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vert | verts |
vert (fr) αρσενικό